κλιτικοῦ

κλιτικοῦ
κλιτικός
inflexional
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • αφαιρετική — Πτώση του ονοματικού κλιτικού συστήματος της ιαπετικής μητέρας γλώσσας με την οποία εκφραζόταν το πράγμα από το οποίο αφαιρούταν κάτι ή το σημείο από το οποίο άρχιζε μια σύγκριση ή γενικά μια ενέργεια. Η α. πέρασε αρχικά σε όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • Μποπ, Φραντς — (Franz Bopp, Μάιντς 1791 – Βερολίνο 1867). Γερμανός γλωσσολόγος. Έθεσε τις βάσεις της συγκριτικής μεθόδου, η οποία συνίσταται στη συστηματική σύγκριση των φωνητικών, μορφολογικών, συντακτικών και λεξικολογικών χαρακτήρων μεταξύ των διάφορων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”